Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abap
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
academy
/əˈkæd.ə.mi/ = NOUN: ακαδημία;
USER: ακαδημία, Ακαδημίας, Academy, σχολή, σχολής
GT
GD
C
H
L
M
O
access
/ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο;
USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
advanced
/ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος;
USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
aimed
/eɪm/ = VERB: σκοπεύω, σημαδεύω;
USER: με στόχο, στόχο, με σκοπό, αποσκοπούν, στοχεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
amortized
/əˈmɔː.taɪz/ = VERB: πληρώνω με χρεωλυσία, ξεπληρώνω με δόσεις;
USER: αναπόσβεστο, αποσβεσμένο, αποσβένεται, αποσβένονται, αποσβεστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analytics
/ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για
GT
GD
C
H
L
M
O
analyzes
/ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω;
USER: αναλύει, αναλύονται, αναλύει τα, αναλύει τις, αναλύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
apart
/əˈpɑːt/ = ADVERB: χώρια, χωριστά, κατά μέρος;
USER: χώρια, χωριστά, Εκτός, Apart, πέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assessing
/əˈses/ = VERB: εκτιμώ, διατιμώ διά φορολογίαν;
USER: αξιολόγηση, εκτίμηση, την αξιολόγηση, την εκτίμηση, αξιολόγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
assessment
/əˈses.mənt/ = NOUN: εκτίμηση, διατίμηση;
USER: εκτίμηση, αξιολόγηση, αξιολόγησης, εκτίμησης, την αξιολόγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
assistance
/əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια;
USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
assisted
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: επικουρούμενη, βοήθεια, επικουρείται, επικουρούμενο, επικουρούμενος
GT
GD
C
H
L
M
O
assisting
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοηθώντας, παροχή βοήθειας, την παροχή βοήθειας, βοήθειας, συνδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
association
/əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος;
USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
audit
/ˈɔː.dɪt/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς;
USER: έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
auditors
/ˈɔː.dɪt.ər/ = NOUN: ελεγκτής, ακροατής;
USER: ελεγκτές, ελεγκτών, Συνέδριο, τους ελεγκτές, οι ελεγκτές
GT
GD
C
H
L
M
O
automate
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποίηση, την αυτοματοποίηση, αυτοματοποιήσει, αυτοματοποιήσουν, αυτοματοποίηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
automating
/ˈɔː.tə.meɪt/ = USER: αυτοματοποίηση, την αυτοματοποίηση, αυτοματοποιώντας, αυτοματοποίηση των, αυτοματοποίησης
GT
GD
C
H
L
M
O
automation
/ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός;
USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
automotive
/ˌôtəˈmōtiv/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκίνητα, αυτοκινήτου
GT
GD
C
H
L
M
O
background
/ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος;
USER: φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
balance
/ˈbæl.əns/ = NOUN: ισορροπία, υπόλοιπο, ισοζύγιο, ισολογισμός, κλείσιμο λογαριασμών, πλαστίγκα;
VERB: ισορροπώ, ισολογίζω, ζυγίζω;
USER: ισορροπία, εξισορρόπηση, ισορροπίας, εξισορροπήσει, ισορροπήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
bank
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
ADJECTIVE: τραπεζικός;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό
GT
GD
C
H
L
M
O
banking
/ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα;
USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού
GT
GD
C
H
L
M
O
banks
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζες, οι τράπεζες, τραπεζών, τις τράπεζες, των τραπεζών
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
benefits
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
bsc
/ˌbiː.esˈsiː/ = USER: BSc, Πτυχίο, τα bsc, Προπτυχιακές, πτυχίου
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
c
/ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,
GT
GD
C
H
L
M
O
calculating
/ˈkalkyəˌlāt/ = ADJECTIVE: υπολογιστικός;
NOUN: υπολογιστής;
USER: υπολογισμό, τον υπολογισμό, υπολογισμού, τον υπολογισμό των, υπολογισμό των
GT
GD
C
H
L
M
O
calculation
/ˌkæl.kjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: λογαριασμός, υπολογίσμος;
USER: υπολογισμός, υπολογισμό, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που
GT
GD
C
H
L
M
O
certification
/ˈsɜː.tɪ.faɪ/ = NOUN: πιστοποίηση, βεβαίωση;
USER: πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, πιστοποίησης που, βεβαίωση
GT
GD
C
H
L
M
O
certified
/ˈsɜː.tɪ.faɪd/ = ADJECTIVE: επικυρωμένος, εγκεκριμένος;
USER: πιστοποιημένο, πιστοποιημένα, πιστοποιηθεί, πιστοποιημένων, πιστοποιημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
claims
/kleɪm/ = NOUN: αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, διεκδίκηση;
VERB: ισχυρίζομαι, διεκδικώ, απαιτώ, αξιώ;
USER: αξιώσεις, απαιτήσεις, αξιώσεων, ισχυρισμούς, ισχυρισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
client
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, client
GT
GD
C
H
L
M
O
clients
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
completed
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το;
USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
concluded
/kənˈkluːd/ = VERB: καταλήγω, συμπεραίνω, τελειώνω, επιλέγω, συνάπτω, τερματίζω;
USER: κατέληξε στο συμπέρασμα, συνάπτονται, συναφθεί, συνάψει, συμπέρασμα
GT
GD
C
H
L
M
O
consultancy
/kənˈsʌl.tən.si/ = USER: συμβουλών, συμβούλων, συμβουλευτικές υπηρεσίες, συμβουλευτικές, παροχή συμβουλών
GT
GD
C
H
L
M
O
continuity
/ˌkɒn.tɪˈnjuː.ɪ.ti/ = NOUN: συνέχεια, συνοχή;
USER: συνέχεια, συνέχειας, τη συνέχεια, η συνέχεια, συνέχιση
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
coordinated
/kōˈôrdəˌnāt/ = VERB: συντονίζω;
USER: συντονισμένη, συντονίζονται, συντονίζεται, συντονισμός, συντονισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
coordinates
/kōˈôrdənət/ = NOUN: συντεταγμένες;
USER: συντεταγμένες, συντονίζει, συντονίζει τις, συντονισμό, συντονίζει την
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
covering
/ˈkʌv.ər.ɪŋ/ = NOUN: κάλυμμα, επίστρωση, σκέπασμα;
USER: καλύπτοντας, που καλύπτει, καλύπτουν, καλύπτει, που καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
cut
/kʌt/ = VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω;
NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά;
ADJECTIVE: κομμένος;
USER: κόβω, κόψιμο, τομή, κοπεί, έκοψε
GT
GD
C
H
L
M
O
cybernetics
GT
GD
C
H
L
M
O
dashboard
/ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου;
USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
database
/ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων;
USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων
GT
GD
C
H
L
M
O
defining
/diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορισμό, τον καθορισμό, τον ορισμό, καθορισμού, καθορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
definition
/ˌdef.ɪˈnɪʃ.ən/ = NOUN: ορισμός, σαφήνεια, καθαρότητα;
USER: ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, ευκρίνειας
GT
GD
C
H
L
M
O
degree
/dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου;
USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
designing
/dɪˈzaɪ.nɪŋ/ = NOUN: σχέδιο, σχεδίασμα;
ADJECTIVE: υστερόβουλος, πανούργος, δολόπλοκος, ραδιούργος;
USER: σχεδιασμό, το σχεδιασμό, σχεδίαση, τον σχεδιασμό, σχεδιάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
detailed
/ˈdiː.teɪld/ = ADJECTIVE: λεπτομερής;
USER: λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομέρειες, λεπτομερών
GT
GD
C
H
L
M
O
developed
/dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος;
USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
digitization
/ˈdɪdʒ.ɪ.taɪz/ = NOUN: ψηφιοποίηση;
USER: ψηφιοποίηση, την ψηφιακοποίηση, της ψηφιοποίησης, ψηφιακοποίηση, η ψηφιοποίηση,
GT
GD
C
H
L
M
O
disaster
/dɪˈzɑː.stər/ = NOUN: καταστροφή, συμφορά, μεγάλη καταστροφή, νίλα;
USER: καταστροφή, καταστροφών, καταστροφής, καταστροφές, των καταστροφών
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
documenting
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = VERB: τεκμηριώνω;
USER: τεκμηρίωση, τεκμηριώνουν, τεκμηριώνοντας, που τεκμηριώνουν, τεκμηριώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
drafted
/drɑːft/ = VERB: στρατολογώ, ιχνογραφώ;
USER: συνταχθεί, συνέταξε, συντάσσονται, καταρτίστηκε, συντάχθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
economic
/iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
embedded
/ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα;
USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
enable
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
engagement
/enˈgājmənt/ = NOUN: σύμπλεξη, συμπλοκή, αρραβώνες, μνηστεία, ασχολία, υπόσχεση;
USER: σύμπλεξη, δέσμευση, εμπλοκή, αρραβώνων, εμπλοκής
GT
GD
C
H
L
M
O
enhance
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
erp
= USER: erp, ΕΑΙ
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
experienced
/ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος;
USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι
GT
GD
C
H
L
M
O
expert
/ˈek.spɜːt/ = NOUN: εμπειρογνώμονας, πραγματογνώμονας, εξπέρ;
ADJECTIVE: ειδικός, εμπειρογνώμων;
USER: εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνώμων, πραγματογνώμονας, εμπειρογνωμόνων
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
fair
/feər/ = ADJECTIVE: δίκαιος, καλός, αίθριος, τίμιος, ξανθός, ωραίος, ξάστερος;
NOUN: έκθεση, πανηγύρι;
USER: δίκαιος, έκθεση, δίκαιη, εύλογη, δίκαιο
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
findings
/ˈfaɪn.dɪŋ/ = NOUN: εύρεση, πόρισμα, ανεύρεση;
USER: ευρήματα, διαπιστώσεις, συμπεράσματα, πορίσματα, τα ευρήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
framework
/ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec;
USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
functional
/ˈfʌŋk.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: λειτουργικός, υπηρεσιακός;
USER: λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά
GT
GD
C
H
L
M
O
functionalities
/ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργίες, λειτουργικότητες, λειτουργικές, λειτουργιών, τις λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
gathered
/ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι;
USER: συγκεντρώθηκαν, συγκεντρώνονται, συλλέγονται, που συγκεντρώθηκαν, συγκεντρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
governance
/ˈɡʌv.ən.ənts/ = USER: διακυβέρνηση, διακυβέρνησης, τη διακυβέρνηση, της διακυβέρνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
grid
/ɡrɪd/ = NOUN: πλέγμα, εσχάρα, ηλεκτρικό δίκτυο, κιγκλίδωμα, πλέγμα ασύρματου;
USER: πλέγμα, ηλεκτρικό δίκτυο, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
ground
/ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια;
VERB: γειώνω, βασίζω;
USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
holds
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κατέχει, έχει, κάτοχος, κατέχει το, κρατά
GT
GD
C
H
L
M
O
identifying
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορισμό, τον προσδιορισμό, προσδιορίζοντας, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
implementation
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση;
USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
implemented
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
improvement
/ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση;
USER: βελτίωση, βελτίωσης, τη βελτίωση, βελτίωση της, βελτίωσης της
GT
GD
C
H
L
M
O
improvements
/ɪmˈpruːv.mənt/ = NOUN: βελτίωση, πρόοδος, καλυτέρευση;
USER: βελτιώσεις, βελτιώσεων, βελτίωση, βελτίωσης, βελτιώσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inaccuracy
/inˈakyərəsē/ = NOUN: ανακρίβεια;
USER: ανακρίβεια, ανακρίβειας, ανακρίβειες, αβεβαιότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
incompleteness
/-nəs/ = NOUN: ατέλεια;
USER: ατέλεια, ελλιπή, ελλιπούς, ελλιπή χαρακτήρα, ελλιπείς
GT
GD
C
H
L
M
O
independent
/ˌindəˈpendənt/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος;
USER: ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
GT
GD
C
H
L
M
O
industries
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανίες, βιομηχανιών, κλάδους, κλάδων, τις βιομηχανίες
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
installation
/ˌɪn.stəˈleɪ.ʃən/ = NOUN: εγκατάσταση, εγκαθίδρυση;
USER: εγκατάσταση, εγκατάστασης, τοποθέτηση, την εγκατάσταση, εγκατάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
institute
/ˈɪn.stɪ.tjuːt/ = NOUN: ινστιτούτο, ίδρυμα, εκπαιδευτήριο;
VERB: συνιστώ, εισάγω, θεσπίζω;
USER: ινστιτούτο, ίδρυμα, Ινστιτούτου, Institute, ιδρύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
institution
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα;
USER: ίδρυμα, θεσμός, όργανο, φορέα, ιδρύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
insurance
/ɪnˈʃɔː.rəns/ = NOUN: ασφάλιση, ασφάλεια;
USER: ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
introduction
/ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα;
USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
investments
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
invoicing
/ˈɪn.vɔɪs/ = VERB: τιμολογώ;
USER: τιμολόγηση, τιμολόγησης, τιμολογίων, την τιμολόγηση, έκδοση τιμολογίων
GT
GD
C
H
L
M
O
involved
/ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος;
USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
java
/ˈdʒɑː.və/ = NOUN: Ιάβα;
USER: Ιάβα, Java, Ιάβας, της Ιάβας
GT
GD
C
H
L
M
O
knowledge
/ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις;
USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
largest
/lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
leasing
/liːs/ = VERB: ενοικιάζω;
USER: χρηματοδοτικής μίσθωσης, leasing, μίσθωσης, μίσθωση, χρηματοδοτική μίσθωση
GT
GD
C
H
L
M
O
led
/led/ = VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδήγησε, οδήγησαν, υπό την ηγεσία, επικεφαλής, οδηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
local
/ˈləʊ.kəl/ = ADJECTIVE: τοπικός;
USER: τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
GT
GD
C
H
L
M
O
locations
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: θέσεις, τοποθεσίες, περιοχές, σημεία
GT
GD
C
H
L
M
O
losses
/lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα;
USER: απώλειες, απωλειών, ζημίες, ζημιών, ζημιές
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
managed
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
master
/ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης;
VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος;
USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
maximizing
/ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό;
USER: μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση της, μεγιστοποιώντας, τη μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
measurement
/ˈmeʒ.ə.mənt/ = NOUN: μέτρηση, μέτρο, διαμέτρηση;
USER: μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
methodologies
/ˌmeθ.əˈdɒl.ə.dʒi/ = USER: μεθοδολογίες, μεθοδολογιών, μεθόδους, μεθοδολογίες που, μεθόδων
GT
GD
C
H
L
M
O
methodology
/ˌmeθ.əˈdɒl.ə.dʒi/ = USER: μεθοδολογία, μεθοδολογίας, μεθοδολογία που, τη μεθοδολογία, μέθοδος
GT
GD
C
H
L
M
O
mixed
/mɪkst/ = ADJECTIVE: μικτός, ανάμεικτος, ανάμικτος, ανομοιογενής, σύμμικτος, συμμιγής, ανάκατος;
USER: μικτός, μικτή, μικτές, μικτό, μικτών
GT
GD
C
H
L
M
O
models
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
monitoring
/ˈmɒn.ɪ.tər/ = USER: παρακολούθηση, παρακολούθησης, την παρακολούθηση, παρακολούθηση της, ελέγχου
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
ms
/miz/ = USER: ms, κράτη μέλη, Μισισιπής, ΚΜ, κρατών μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
needed
/ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
optimization
/ˌɒp.tɪ.maɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: βελτιστοποίηση;
USER: βελτιστοποίηση, βελτιστοποίησης, Η βελτιστοποίηση, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποίηση της
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
oracle
/ˈɒr.ə.kl̩/ = NOUN: μαντείο, χρησμός, χρησμός μαντείου;
USER: μαντείο, χρησμός, Oracle, χρησμό, μαντείου
GT
GD
C
H
L
M
O
organizational
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = ADJECTIVE: οργανωτικός;
USER: οργανωτικός, οργανωτική, οργανωτικές, οργανωτικής, οργανωτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
pascal
= USER: pascal, Ο Pascal, Πασκάλ, τον Pascal
GT
GD
C
H
L
M
O
per
/pɜːr/ = PREPOSITION: ανά, κατά, διά;
USER: ανά, κατά, ζώνης, κάθε, ανα
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
performed
/pəˈfɔːm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτελείται, εκτελούνται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
performing
/pərˈfôrm/ = VERB: εκτελώ, παριστάνω εν θεάτρω;
USER: εκτέλεση, την εκτέλεση, εκτελεί, εκτελούν, που εκτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
personnel
/ˌpərsəˈnel/ = NOUN: προσωπικό;
USER: προσωπικό, προσωπικού, του προσωπικού, το προσωπικό, προσωπικό που
GT
GD
C
H
L
M
O
phase
/feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις;
USER: φάση, φάσης, στάδιο, φάσεως, φάση της
GT
GD
C
H
L
M
O
php
= USER: php, την PHP, η PHP, της PHP
GT
GD
C
H
L
M
O
plan
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
practice
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
prioritizing
/prīˈôrəˌtīz,ˈprīərə-/ = USER: ιεράρχηση, προτεραιότητα, ιεράρχησης, ιεράρχηση των, προτεραιοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
procedures
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
productivity
/ˌprɒd.ʌkˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: παραγωγικότητα;
USER: παραγωγικότητα, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, παραγωγικότητας της
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
programming
/ˈprōˌgram,-grəm/ = ADJECTIVE: προγραμματισμός;
USER: προγραμματισμού, προγραμματισμός, προγραμματισμό, του προγραμματισμού, τον προγραμματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
programs
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
proposing
/prəˈpəʊz/ = VERB: προτείνω, προτίθεμαι, κάνω πρόταση γάμου, σχεδιάζω;
USER: προτείνοντας, προτείνει, προτείνουν, πρόταση, προτείνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
r
/ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,
GT
GD
C
H
L
M
O
raised
/reɪz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: έθεσε, ανέκυψαν, εγείρει, προέβαλε, τέθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
recommendations
/ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα;
USER: συστάσεις, προτάσεις, συστάσεων, τις συστάσεις, συστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
recovery
/rɪˈkʌv.ər.i/ = NOUN: ανάκτηση, ανάρρωση, ανόρθωση;
USER: ανάκτηση, ανάρρωση, ανάκτησης, ανάκαμψη, αποκατάστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
redesign
/ˌriːdɪˈzaɪn/ = USER: επανασχεδιασμό, ανασχεδιασμό, επανασχεδιάσουν, τον επανασχεδιασμό, επανασχεδιασμός
GT
GD
C
H
L
M
O
region
/ˈriː.dʒən/ = NOUN: περιοχή, χώρα, πολίτευμα;
USER: περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, περιοχή του
GT
GD
C
H
L
M
O
repetitive
/rɪˈpet.ə.tɪv/ = USER: επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενη, επαναληπτική, επαναλαμβανόμενο, επαναλαμβανόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
reporting
/rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibilities
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία;
USER: ευθυνών, ευθύνες, αρμοδιότητες, αρμοδιοτήτων, τις ευθύνες
GT
GD
C
H
L
M
O
responsible
/rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος;
USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι
GT
GD
C
H
L
M
O
review
/rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση;
VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
risk
/rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση;
VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω;
USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
GT
GD
C
H
L
M
O
robotics
/rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική;
USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική
GT
GD
C
H
L
M
O
rpa
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sap
/sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος;
VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω;
USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP
GT
GD
C
H
L
M
O
scenarios
/sɪˈnɑː.ri.əʊ/ = NOUN: σενάριο, υπόθεση κηνιματογραφικού έργου;
USER: σενάρια, σεναρίων, τα σενάρια, σενάρια που
GT
GD
C
H
L
M
O
segmenting
GT
GD
C
H
L
M
O
selection
/sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή;
USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
senior
/ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος;
NOUN: πρεσβύτερος;
USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
sessions
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
skills
/skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης;
USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
specialized
/ˈspeʃ.əl.aɪzd/ = ADJECTIVE: ειδικευμένος;
USER: ειδικευμένος, εξειδικευμένες, εξειδικευμένο, εξειδικευμένων, εξειδικευμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
sql
= USER: SQL, τον SQL, του SQL
GT
GD
C
H
L
M
O
statistics
/stəˈtistik/ = NOUN: στατιστική;
USER: στατιστική, στατιστικές, Στατιστικά, στατιστικών, στατιστικά στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
strategies
/ˈstræt.ə.dʒi/ = NOUN: στρατηγική, στρατηγεία;
USER: στρατηγικές, στρατηγικών, τις στρατηγικές, των στρατηγικών, στρατηγικές για
GT
GD
C
H
L
M
O
studies
/ˈstədē/ = NOUN: σπουδές;
USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
tasks
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
teams
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
USER: ομάδες, ομάδων, οι ομάδες, ομάδα, τις ομάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
tel
= USER: τηλ., tel, τηλ, Τελ
GT
GD
C
H
L
M
O
test
/test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής;
VERB: δοκιμάζω;
USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
tests
/test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής;
USER: δοκιμές, δοκιμών, εξετάσεις, δοκιμασίες, τεστ
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
tool
/tuːl/ = NOUN: εργαλείο, σύνεργο, ψωλή;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: εργαλείο, εργαλείου, μέσο, εργαλείο για, το εργαλείο
GT
GD
C
H
L
M
O
tools
/tuːl/ = NOUN: εργαλεία;
USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία
GT
GD
C
H
L
M
O
training
/ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση;
USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
travel
/ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
tree
/triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο;
USER: δέντρο, δένδρο, δέντρου, δέντρων, δένδρων
GT
GD
C
H
L
M
O
uipath
GT
GD
C
H
L
M
O
understanding
/ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση;
USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης
GT
GD
C
H
L
M
O
unit
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
utilities
/juːˈtɪl.ɪ.ti/ = NOUN: χρησιμότητα, ωφέλεια, χρησιμότης, ωφελιμότητα, δημόσια υπηρεσία, ωφελιμότης;
USER: επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, κοινής ωφέλειας, κοινής ωφελείας, βοηθητικά προγράμματα, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας
GT
GD
C
H
L
M
O
validating
/ˈvæl.ɪ.deɪt/ = VERB: επικυρώνω, δίδω κύρος, νομιμοποιώ;
USER: επικύρωση, επικύρωσης, την επικύρωση, επικύρωση των, την επικύρωση των
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
vendor
/ˈven.dər/ = USER: προμηθευτή, πωλητή, πωλητής, vendor, προμηθευτής
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
young
/jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός;
NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου;
USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων
274 words